- σαβάζιος
- Θρακοφρυγική θεότητα που λατρευόταν στον ελληνικό κόσμο από τον 5o αι. π.Χ. Για τον εξωτικό και οργιαστικό χαρακτήρα της και για τη δημοτικότητα της μεταξύ των κατώτερων τάξεων, η λατρεία του Σ. κατακρίθηκε και χλευάστηκε από τους καλλιεργημένους κύκλους (όπως από τον Αριστοφάνη, το Δημοσθένη), αλλά αυτό δεν εμπόδισε τη διάδοσή της, και ήδη το 2o αι. έφτασε στη Ρώμη, όπου προσπάθησαν να την απαγορεύσουν το 139 π.Χ. Η λατρεία είχε μυστηριακά στοιχεία: οι τελετές μύησης γίνονταν τη νύχτα και περιλάνβαναν ένα εικονικό θάνατο και ανάσταση και μια συμβολική σεξουαλική ένωση με το θεό, τον οποίο εκπροσωπούσε ένα φίδι. Την ημέρα γινόταν μια λιτανεία προς τιμήν του θεού, κατά την οποία οι πιστοί φώναζαν δυνατά λατρευτικούς τύπους, από τους οποίους ονομάστηκαν σαβοί. Η λατρεία του Σ. ήταν από την αρχή πρόσφορη σε συγκρητιστικές διαμορφώσεις: στη Φρυγία η μορφή του Σ. συγχεόταν με εκείνη του Άττεως, στην Ελλάδα έτεινε να ταυτιστεί σιγά-σιγά με το Διόνυσο, το Δία και τον Ήλιο. Για τους λάτρεις του ήταν ένας μοναδικός θεός που απορροφούσε όλους τους άλλους. Το συχνό επίθετο του σωτήρ φανερώνει το χαρακτήρα της θρησκευτικότητας των πιστών του, γεμάτης αγωνία για τη σωτηρία.
* * *-ία, -ον, Α1. βακχικός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σαβάζιαεπιφωνήματα κατά τις τελετές προς τιμήν τού Σαβαζίου3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τα Σαβάζιαεορτή οργιαστικού χαρακτήρα προς τιμήν τού Σαβαζίου, αλλ. Σαβάζια μυστήρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. Σαβάζιος ως επίθ.].
Dictionary of Greek. 2013.